- σαρακοστεύω
- νηστεύω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρακοστεύω — βλ. πίν. 17 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαρακοστεύω — Ν [Σαρακοστή] (αμτβ.) 1. τηρώ την Σαρακοστή, νηστεύω 2. (κατ επέκτ.) στερούμαι κάτι, ιδίως φαγώσιμο 3. μτφ. είμαι εγκρατής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. τ. τού τεσσαρακοστός με αποκοπή τής συλλαβής τε(σ) κατά το σαράκοντα*] … Dictionary of Greek